αχρέωτος

αχρέωτος
-η, -ο [χρεώνω]
1. αυτός που δεν είναι χρεωμένος, που δεν χρωστάει
2. (για κτήματα) αυτός που δεν βαρύνεται με χρέος ή υποθήκη
3. αυτός που δεν καταχωρίστηκε στη στήλη «χρέωση» βιβλίου ή λογαριασμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αχρέωτος — η, ο αυτός που δεν είναι χρεωμένος, αυτός που δεν είναι γραμμένος στη στήλη χρέωσης εμπορικού βιβλίου: Τα εμπορεύματα που στείλαμε στον Α είναι αχρέωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”